προσηλιακός

προσηλιακός
-ή, -ό
ο γυρισμένος στον ήλιο, αυτός που τον βλέπει ο ήλιος, ο ευήλιος, ο προσήλιος: Προσηλιακό σπίτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσηλιακός — ή, ό, Ν [προσήλιος] αυτός τον οποίο βλέπει ο ήλιος, που δεν καλύπτεται πολύ χρόνο τής ημέρας από σκιά …   Dictionary of Greek

  • αλεεινός — ἀλεεινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που θερμαίνει, ο θερμαντικός 2. θερμός, ζεστός 3. (για τόπο) προσηλιακός, ευήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέα (ΙΙ) με αναλογική επίδραση επιθ. όπως: φαεινός, ψυχεινός κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • ευήλιος — α, ο (ΑΜ εὐήλιος, ον Α και εὐάλιος, ον) 1. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ηλιόλουστος (α. «τὴν οἰκίαν... ὅτι χειμῶνος μὲν εὐήλιός ἐστι, τοῦ δὲ θέρους εὔσκιος», Ξεν. β. «εὐηλίοις ἐν ἁμέραισιν», Αριστοφ. γ. «ευήλιο διαμέρισμα») αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • ηλιόλουστος — και λιόλουστος, η, ο αυτός που λούζεται από τον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ευήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + λουστός (< λούζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ευήλιος — α, ο αυτός που λιάζεται καλά, που τον λούζει ο ήλιος, αλλ. προσήλιος, προσηλιακός: Σπίτι ευήλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον ήλιο: Ηλιακή ακτινοβολία. – Ηλιακό φως. – Ηλιακή θερμότητα. – Ηλιακό σύστημα. – Οι ηλιακές κηλίδες είναι μαύρα στρογγυλά στίγματα πάνω στην επιφάνεια του ήλιου. – Ηλιακό ρολόι. 2. προσηλιακός, ηλιόλουστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσήλιος — α, ο ευήλιος, προσηλιακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”